- ἐπιστῆμον
- ἐπιστήμωνknowingmasc/fem voc sgἐπιστήμωνknowingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αιμάτωμα — Η συλλογή αίματος μέσα σε μια μη προσχηματισμένη κοιλότητα των ιστών. Οφείλεται στην έκχυση μεγάλης ποσότητας αίματος από ένα αγγείο. Τα περισσότερα α. απορροφούνται αυτόματα. Χειρουργικά πρέπει να αντιμετωπίζονται μόνο όσα είναι επικίνδυνα λόγω… … Dictionary of Greek
ώθηση — η / ὤθησις, ήσεως, ΝΜΑ η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ωθώ, κν σπρώξιμο νεοελλ. 1. φυσ. η δράση μιας δύναμης πάνω σε ένα σώμα στο οποίο τείνει να προσδώσει κίνηση, τής οποίας το μέτρο ισούται με το γινόμενο τής δύναμης επί τον χρόνο επενέργειάς… … Dictionary of Greek
-σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… … Dictionary of Greek
Αζαλέα — (azalea). Κοινή βοτανική ονομασία με την οποία χαρακτηρίζονται πολυάριθμα είδη των γενών α. και ροδόδενδρο, της οικογένειας των ερεικιδών. Είναι φυτά θαμνώδη, ποικίλου μεγέθους, με επιβλητική άνθηση και εντυπωσιακά λουλούδια, αειθαλή, ιθαγενή τα… … Dictionary of Greek
Ακτινομύκητας — ο Μικρβλ. γένος, ομώνυμη τάξη (Actinomycetales) και ομώνυμη οικογένεια (Actinomycetaceae) Βακτηρίων που μοιάζουν με Μύκητες. Η τάξη Actinomycetales περιλαμβάνει σύνολο μικροοργανισμών από τους οποίους πολλές μορφές έχουν διακλαδισμένη, νηματοειδή … Dictionary of Greek
Ακτινοπτερύγιοι — Υφομοταξία ψαριών της ομοταξίας των οστεϊχθύων. Έχουν χόνδρινο σκελετό, περισσότερο ή λιγότερο οστεοποιημένο, σώμα γεμάτο λέπια και ακτινωτά πτερύγια (απ’ όπου και η ονομασία τους). Η υφομοταξία αυτή περιλαβαίνει το μεγαλύτερο μέρος των ψαριών… … Dictionary of Greek
Ακτινόζωα — Τάξη θαλάσσιων πρωτόζωων, της ομοταξίας των ριζοπόδων ή σαρκωδών. Είναι μικροσκοπικοί μονοκύτταροι οργανισμοί. Το σώμα τους αποτελείται από δύο μέρη: ένα εξωτερικό, το εκτόπλασμα, και μια κεντρική μάζα, το ενδόπλασμα, που περιέχει τον πυρήνα. Τα… … Dictionary of Greek
Ακτινόποδα — τα Ζωολ. ομοταξία τού φύλου τών Πρωτόζωων. Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η ύπαρξη ακτινωτών ψευδοποδίων ευθύγραμμων και λεπτών άλλα από αυτά είναι μαλακά (ινοπόδια) και άλλα έχουν γίνει άκαμπτα (αξονοπόδια) λόγω ενός σκελετικού πρωτεϊνικού… … Dictionary of Greek
Αλεπίσαυρος — (alepisaurus). Γένος ψαριών χωρίς λέπια, που ανήκουν στην οικογένεια των ατακαίων. Χαρακτηριστικό τους είναι τα πολύ μεγάλα ραχιαία πτερύγια. * * * ο Ζωολ. γένος Τελεόστεων ψαριών τής τάξης τών Ινίωμων και τής οικογένειας Alepisauroidae. Είναι… … Dictionary of Greek
Αλκάννα — (alkanna). Γένος φυτών με περίπου 40 είδη, ιθαγενή της Ν Ευρώπης, της Αφρικής και της Δ Ασίας. Ανήκουν στην οικογένεια των βορραγινιδών. Είναι φυτά ποώδη με πολλές διακλαδώσεις και έχουν φύλλα λογχοειδή και άνθη με 5 σέπαλα, 5 πέταλα και 5… … Dictionary of Greek